- ὑψωτικόν
- ὑψωτικόςcontaining the exaltation of a planetmasc acc sgὑψωτικόςcontaining the exaltation of a planetneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψωτικός — ή, ό / ὑψωτικός, ή, όν, ΝΑ [υψωτής] νεοελλ. αυτός που συντελεί στην ύψωση («η αύξηση τής τιμής τού δολαρίου προκάλεσε υψωτικές τάσεις στην αγορά») αρχ. αυτός που περιέχει την εξύμνηση ενός πλανήτη («ζῴδιον ὑψωτικόν», Βέττ. Βάλ.) … Dictionary of Greek